- σμυριδόπανο
- το, Νύφασμα επιχρισμένο με σμυριδόσκονη το οποίο χρησιμοποιείται ως στιλβωτικό μέσο στην κατεργασία τών μετάλλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σμυριδόπανο — το πανί επιχρισμένο με σμύρη για τη λείανση επιφανειών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek